ὠτογλυφίς

ὠτογλυφίς
ὠτο-γλῠφίς, ιδος, ,
A ear-pick Pl.Com.148, Hermes38.248, Gp.4.7.1; also [suff] ὠτό-γλῠφον, τό, Gloss.:[var] Dim. [suff] ὠτο-γλύφιον, τό, ib.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωτογλυφίδα — η / ὠτογλυφίς, ίδος, ΝΜΑ λεπτή και μικρή γλυφίδα για τον καθαρισμό τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + γλυφίς, ίδος (πρβλ. οδοντο γλυφίδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”